- στάχτιασμα
- το1. αποτέφρωση.2. αρρώστια των φυτών, ερυσίβη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στάχτιασμα — το, Ν [σταχτιάζω] η αρρώστια τών φυτών στάχτη, που προκαλείται από την ερυσίβη … Dictionary of Greek
χώνεμα — χώνεμα, το και χώνευμα, το, ατος 1. χώνεψη. 2. στάχτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)